Προσωπική ΑνάπτυξηΨυχολογία

Τι είναι η συναισθηματική υπερφαγία;

Η συναισθηματική (υπερ)φαγία ορίζεται ως η τάση του ατόμου να τρώει εύγευστα φαγητά εν απουσία πείνας όταν νιώθει αρνητικά συναισθήματα.  Η ποσότητα του φαγητού που καταναλώνεται σχετίζεται άμεσα με την έκταση και ένταση της συναισθηματικής δυσφορίας του ατόμου, που συχνά προκύπτει από χωρισμό ή αγχωτικά γεγονότα.  Μπορεί να είναι ένα ολόκληρο κουτί σοκολατάκια, ένα δοχείο παγωτού, μια ολόκληρη σακούλα πατατάκια, μια μεγάλη πίτσα, ή όλα τα παραπάνω.  Τόσο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και στην καθημερινότητά μας, βλέπουμε συχνά ανθρώπους να τρώνε σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν αγχωτικές καταστάσεις, άσχημα νέα ή/και διαθέσεις.

Πώς εξηγείται η συναισθηματική υπερφαγία;

Αρκετές θεωρίες έχουν προταθεί προκειμένου να εξηγήσουν τη συναισθηματική υπερφαγία, τους καθοριστικούς παράγοντες και τις συνέπειές της.  Η κύρια θεωρία που σχετίζεται με τη συναισθηματική υπερφαγία είναι η Ψυχοσωματική Θεωρία της Παχυσαρκίας, η οποία υποστηρίζει ότι σε περιόδους αγωνίας και άγχους, το φαγητό χρησιμοποιείται ως συναισθηματική άμυνα, η οποία, με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία.  Υποστηρίζει επίσης ότι η παχυσαρκία προκύπτει από την υπερκατανάλωση τροφής για την αντιμετώπιση αρνητικών συναισθηματικών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένου του άγχους, της κατάθλιψης, του θυμού, της ενοχής, της ντροπής, και της πλήξης – χωρίς να αναφέρεται κάποιο συγκεκριμένο αρνητικό συναίσθημα ως ο κύριος «ένοχος».

Οι θεωρίες ρύθμισης των συναισθημάτων (emotion regulation theories) περιγράφουν τη συναισθηματική υπερφαγία ως μια μαθημένη στρατηγική που διαμορφώνεται στην παιδική ηλικία ως πιθανή έκβαση πρακτικών ανατροφής του ατόμου που υπονομεύουν την ψυχολογική και συναισθηματική του ανάπτυξη.  Πιο συγκεκριμένα, στην πρώιμη ηλικία διαμορφώνεται ένα μοντέλο «προσκόλλησης» (attachment style) που βασίζεται στο δεσμό που αναπτύσσει το παιδί με τ@ κύρι@ φροντιστή του (συνήθως τη μητέρα του), και αναλόγως αυτού του δεσμού το παιδί εσωτερικεύει ένα «μοντέλο εργασίας» για τον εαυτό του και τους άλλους.   Αυτό το μοντέλο εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις μελλοντικές σχέσεις του ως ενήλικο άτομο, και μπορεί να το προδιαθέσει σε μια προβλέψιμη ανταπόκριση όσον αφορά τις σχέσεις του και σε ότι του προκαλεί συναισθηματική δυσφορία, ακόμη και σε περιπτώσεις ασθενειών.

Επιπτώσεις

Όταν η ανταπόκριση του φροντιστή είναι ακατάλληλη – είτε είναι αμελητική, υπερβολικά προστατευτική ή ακόμη και χειριστική ή εχθρική – το παιδί ως αποτέλεσμα αναπτύσσει έναν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης και επομένως:

♦ πολύ φτωχή ενδοδεκτικότητα: λανθασμένη αίσθηση/αντίληψη της φυσιολογίας και συγκεκριμένα της πείνας και του κορεσμού

♦ υψηλούς βαθμούς αλεξιθυμίας: δυσκολία στον εντοπισμό και έκφρασης των συναισθημάτων, και

♦ δυσκολίες στην επαρκή ρύθμιση των συναισθημάτων.

Ως αποτέλεσμα, κάθε φορά που βρίσκεται αντιμέτωπο με μια δυσάρεστη γι’ αυτό συναισθηματική κατάσταση βιώνει έντονα αρνητικά συναισθήματα, αδυνατεί να τα διαχειριστεί με προσαρμοστικούς μηχανισμούς, και καταφεύγει στο φαγητό για να «καταπιεί» γρήγορα ότι το δυσκολεύει ή/και να «αντιστρέψει» την αβοηθησία που νιώθει.  Εστιάζοντας στο φαγητό και τα κιλά του, το άτομο αποσπά την προσοχή του από αυτό που πραγματικά το αναστατώνει και πολλές φορές, λόγω της αλεξιθυμίας, δεν μπορεί καν να το εντοπίσει πόσο μάλλον να το εκφράσει.  Έτσι, το συναισθηματικό φαγητό είναι ένας «φιλεχρθός», όπως το αποκαλώ.  Λειτουργεί και ως φίλος και ως εχθρός γιατί παρέχει κάποιου είδους προσωρινή ανακούφιση, αλλά βλάπτει ταυτόχρονα το σώμα και την αυτοεκτίμηση του ατόμου.

Επιπλέον, το συναισθηματικό φαγητό καλύπτει την υποκείμενη αιτία.  Οι κηπουροί γνωρίζουν πως αν απλώς βγάλουν ένα αγριόχορτο μαδώντας το, θα ξαναφυτρώσει.  Για να εξαλειφθεί οριστικά, πρέπει να το ξεριζώσουν, άρα να φτάσουν μέχρι τη ρίζα.  Ομοίως, έχουμε κρυμμένα συναισθήματα και σκέψεις που είναι εκτός συνείδησής μας, αλλά εξακολουθούν να παρακινούν πολλές από τις πράξεις μας.  Οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, όπως η συναισθηματική υπερφαγία, μπορεί να μην έχουν λογική εξήγηση στην επιφάνεια, αλλά θα υπάρχει μια υποκείμενη εξήγηση.  Όπως λέω συχνά στους θεραπευόμενούς μου: δεν είναι λογικό, είναι ψυχολογικό.

Καλά Νέα

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η αφύσικη κατανάλωση τροφής είναι επίκτητη (μαθημένη στρατηγική), και επομένως μπορεί να αλλάξει αν δουλευτεί!  Ως θεραπεύτρια, η προσέγγιση που χρησιμοποιώ για την επίτευξη μόνιμων αλλαγών περιλαμβάνει την εμβάθυνση σε αυτά τα κρυμμένα μέρη του μυαλού για την αναγνώριση αυτών των βασικών ζητημάτων και την εκμάθηση ενός νέου τρόπου για να ανταποκριθείτε στις ανάγκες του εαυτού σας με πιο λειτουργικούς τρόπους.

Αυτοί και άλλοι νέοι τρόποι εκμάθησης να ανταποκρίνεστε λειτουργικά στις ανάγκες του εαυτού σας δουλεύονται στην ψυχοθεραπεία, αλλά σας δίνω κάποιες κατευθύνσεις για να ξεκινήσετε:

Εάν στρέφεστε στο φαγητό για να αλλάξετε τον τρόπο που αισθάνεστε, απομακρύνεστε από κάτι άλλο. Συνεπώς σταματήστε να τρώτε δυσλειτουργικά (υπεργαφία ή δίαιτα) και επικεντρωθείτε στο τι σας τρώει.

Για να συμφιλιωθείτε με το φαγητό, είναι απαραίτητο να αλλάξετε τον τρόπο που μιλάτε στον εαυτό σας. Αρχίστε να απευθύνεστε στον εαυτό σας με ευγενικό, καθησυχαστικό και συμπονετικό τρόπο.  Όταν ηρεμείτε τον εαυτό σας με παρηγορητικά λόγια, θα είστε λιγότερο διατεθειμένοι να ηρεμείτε με φαγητό.

Βρείτε εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης. Για παράδειγμα, δοκιμάστε μια άσκηση γείωσης για να εστιάσετε στο παρόν ή μια προοδευτική άσκηση μυϊκής χαλάρωσης όταν αισθάνεστε άγχος.

Καλή τύχη, με αγάπη!

 

Ευχαριστώ την NATURAnrg για τη φιλοξενία του άρθρου στο επετειακό τεύχος 130 για τα 13 χρόνια της NATURAnrg, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2022, σελ. 52-53.