Ψυχολογία

Μαθημένη αβοηθησία: «ότι και να κάνω δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι»

Η θεωρία της «μαθημένης αβοηθησίας» (learned helplessness) αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960 και 1970 από τον αμερικανό ψυχολόγο Martin Seligman.  Ανακαλύφθηκε αρχικά κατά τη διάρκεια ενός πειράματος με σκύλους και αργότερα σε άλλα λιγότερο «ενοχλητικά» πειράματα με ανθρώπους.

Οι εκφράσεις “Θα αποτύγχανα ούτως ή άλλως, οπότε γιατί να ασχοληθώ;” ή “Δεν έχει νόημα να έρθω σε αντιπαράθεση ή να επαναστατήσω γιατί ούτως ή άλλως θα κακοποιηθώ” είναι σημάδια μαθημένης αβοηθησίας – μιας έννοιας της οποίας ακόμη και η μετάφραση από την Αγγλική (learned helplessness) είναι μία πρόκληση.  Στην Ελληνική θα τη βρούμε επίσης και ως «επίκτητη αδυναμία», ή «μαθημένη ανικανότητα» αλλά το σημαντικό είναι ότι δεν γεννιόμαστε μ’ αυτή μ’ αυτή τη συναισθηματική κατάσταση, αντιθέτως είναι επίκτητη – την «μαθαίνουμε» από την παιδική μας ηλικία ή/και τα βιώματά μας.

Προσπάθειες -> Αποτυχίες -> Πεποίθηση ότι είμαι αβοήθητος/η

Σύμφωνα με μελέτες της ψυχολογίας η μαθημένη αβοηθησία βασίζεται στην ιδέα ότι ένα γεγονός δεν είναι αρνητικό από μόνο του και τα συναισθήματα που μας προκαλεί εξαρτώνται από τη δική μας γνωστική εκτίμηση και ερμηνεία που δίνουμε στο γεγονός αυτό.  Η εμπειρίες μας και τα βιώματά μας από  ανεξέλεγκτα ή/και τραυματικά γεγονότα μπορούν να μας οδηγήσουν στην πεποίθηση ότι καμία απάντηση ή ανταπόκριση από πλευράς μας δεν θα μπορέσει να ελέγξει ούτε να αλλάξει το αποτέλεσμα.

Αυτή η προσδοκία του «δεν έχω τον έλεγχο» οδηγεί σε τρία βασικά ελλείμματα:

  • Έλλειψη κινήτρων: αποκτάμε μειωμένη εκκίνηση απόκρισης και μειωμένη επιμονή, επομένως ή καθυστερούμε να ανταποκριθούμε σε μια δύσκολη κατάσταση ή τα παρατάμε γρήγορα
  • Γνωστικά και νοητικά ελλείμματα: παρατηρείται ανικανότητα αντίληψης παρουσίας ευκαιριών ελέγχου του αποτελέσματος, επομένως αδυνατούμε να διακρίνουμε αυτά που μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξουμε το αποτέλεσμα
  • Συναισθηματικά ελλείμματα: θλίψη και μειωμένη αυτοεκτίμηση στους ανθρώπους που οδηγούνται στην πεποίθηση ότι δεν είναι αρκετά ικανοί να διαχειριστούν τα «δύσκολα» και παραιτούνται.

Αυτή η παραίτηση είχε παρατηρηθεί από τον Seligman το 1967 στο πείραμά του με σκυλιά τα οποία είχαν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να αποφύγουν τα ήπια ηλεκτροσόκ που χορηγούνταν στα κλουβιά τους.  Πιο συγκεκριμένα, ο Seligman υπέβαλε σε ήπια ηλεκτροσόκ 2 ομάδες σκυλιών.  Η μία ομάδα ήταν σε κλουβιά που όταν τα σκυλιά πηδούσαν ένα πολύ μικρό εμπόδιο που χώριζε το κλουβί στη μέση βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του κλουβιού που δεν υπήρχε ηλεκτροσόκ κι έτσι διέφευγαν τον πόνο.  Η άλλη ομάδα ήταν σε κλουβιά που υπήρχε ηλεκτροσόκ και στις δύο πλευρές του κλουβιού κι έτσι όπου και να πήγαιναν τα σκυλιά δεν κατάφερναν να διαφύγουν τον πόνο.  Μετά από λίγες μέρες το πείραμα άλλαξε και δόθηκε η δυνατότητα στα σκυλιά της δεύτερης ομάδας να πηδήξουν στην άλλη πλευρά στην οποία δεν υπήρχε πλέον ηλεκτροσόκ, αλλά τα σκυλιά είχαν πλέον παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να αποφύγουν το ηλεκτροσόκ και τον πόνο γιατί είχαν πλέον «μάθει» ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να αποφύγουν τα ηλεκτροσόκ και τον πόνο.

Μαθημένη αβοηθησία και κατάθλιψη

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η μαθημένη αβοηθησία είναι μία από τις πρώτες δομές που χρησιμοποιήθηκαν για το μοντέλο της κατάθλιψης.  Πιο συγκεκριμένα, η μαθημένη αβοηθησία μαζί με το χρόνιο ήπιο άγχος και τα χρόνια μοντέλα ψυχοκοινωνικού στρες, ανήκουν στις περιβαλλοντικές αιτίες της κατάθλιψης.  Η παραίτηση και η απόσυρση είναι συμπτώματα της κλινικής χρόνιας κατάθλιψης.

Πόσες φορές έχετε ακούσει κάποιον να λέει «Είναι μάταιο, ότι και να κάνω δεν αλλάζει κάτι».  Στη χώρα μας είναι αρκετά σύνηθες να ακούμε ή ακόμη και να ξεστομίσουμε εμείς οι ίδιοι αυτή την πρόταση ειδικά στις εποχές που ζούμε.  Αυτό είναι ένα παράδειγμα μιας καθολικής μαθημένης αβοηθησίας όπου ο άνθρωπος πιστεύει ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι για να αλλάξει η κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Πιστεύει ότι κανείς δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο ή τη δυσφορία.  Υπάρχει φυσικά και η προσωπική μαθημένη αβοηθησία η οποία, όπως λέει και η λέξη, είναι πιο προσωπική.  Αφορά σε ανθρώπους οι οποίοι πιστεύουν ότι κάποιοι άλλοι μπορούν να βρουν λύση ή να αποφύγουν τον πόνο και τη δυσφορία, αλλά οι ίδιοι πιστεύουν ότι αυτοί προσωπικά δεν είναι ικανοί να βρουν τη λύση.

Και οι δύο μορφές μαθημένης αβοηθησίας μπορεί να οδηγήσουν σε κατάθλιψη αλλά η ποιότητα της κατάθλιψης μπορεί να διαφέρει.  Εκείνοι που νιώθουν καθολική μαθημένη αβοηθησία έχουν την τάση να βρίσκουν εξωτερικούς παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για τα προβλήματά τους και την ανικανότητά τους να τα λύσουν (επομένως για όλα φταίνε οι άλλοι).  Αντιθέτως, εκείνοι που νιώθουν προσωπική μαθημένη αβοηθησία έχουν την τάση να βρίσκουν εσωτερικούς λόγους και επομένως είναι πιο πιθανόν να υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση μιας και πιστεύουν ότι άλλοι μπορούν να λύσουν τα προβλήματά τους ενώ αυτοί όχι.

Υπάρχει «φως στο τούνελ»;

Ο ίδιος ο Selgiman απαντά «ναι»!  Ανέπτυξε το μοντέλο της «μαθημένης αισιοδοξίας» (learned optimism) .  Ακούγεται εύκολο στα λόγια και δύσκολο στην πράξη;  Σωστά, ΑΛΛΑ ποιος είπε ότι είμαστε φτιαγμένοι για τα εύκολα;  Μήπως κι αυτό είναι ένα άλλο μοντέλο μαθημένης αβοηθησίας;

Κατά τον Seligman, το κλειδί για το μοντέλο μαθημένης αισιοδοξίας είναι το σθένος/η αντοχή/η ανθεκτικότητα (resilience) και ο ίδιος έχει εκδώσει ολόκληρο βιβλίο γι αυτό.  Οι αλλαγές των χρόνιων μοτίβων συμπεριφορών και τρόπου ερμηνείας αυτών που συμβαίνουν γύρω μας είναι μια αργή διαδικασία που χρειάζεται επιμονή, υπομονή και ίσως και τη βοήθεια κάποιου ειδικού.